κατακόρακες

κατακόρακες
κατακόρακες, οἱ (Μ) ασφαλιστικά άγκιστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κόραξ «αρπάγη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακορακώ — κατακορακῶ, όω (Α) κλείνω ένα σαρκοφάγο με κατακόρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορακῶ «κλείνω, σφραγίζω» (< κόραξ «αρπάγη»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”